- γλοιώδης
- γλοιώδηςglutinousmasc/fem acc pl (attic epic doric)γλοιώδηςglutinousmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)γλοιώδηςglutinousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλοιώδης — ες (AM γλοιώδης, ες) [γλοιός] κολλώδης νεοελλ. αναξιοπρεπής, κόλακας αρχ. (για νερό) γεμάτος με ελαιώδες κατακάθι … Dictionary of Greek
γλοιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. κολλώδης, λιπαρός: Το σαλιγκάρι αφήνει στο πέρασμά του μια γλοιώδη ουσία. 2. μτφ., ο σιχαμερός: Με φλερτάρει ένας τύπος γλοιώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλοιώδει — γλοιώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) γλοιώδης glutinous masc/fem/neut dat sg γλοιώδεϊ , γλοιώδης glutinous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδη — γλοιώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γλοιώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γλοιώδης glutinous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιῶδες — γλοιώδης glutinous masc/fem voc sg γλοιώδης glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιωδῶν — γλοιώδης glutinous masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιωδῶς — γλοιώδης glutinous adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδεες — γλοιώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλοιώδους — γλοιώδης glutinous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
глей — род. п. глея глина , диал., севск., укр. глей синяя глина, ил , польск. glej илистая почва . Родственно лтш. glìzda глина, синяя глина , греч. γλία клей , γλοιός густое, нечистое масло, грязная, липкая жидкость , γλοιώδης липкий, цепкий , др.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера